- γονορροίας
- γονορροίᾱς , γονόρροιαspermatorrhoeafem acc plγονορροίᾱς , γονόρροιαspermatorrhoeafem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ιγκλ, Χάρι — (Harry Eagle, Βαλτιμόρη 1906 – 2002). Αμερικανός βιολόγος και γιατρός. Το 1923 αποφοίτησε από τη σχολή βιολογίας του πανεπιστημίου Τζονς Χόπκινς. Το 1927 έλαβε από το ίδιο πανεπιστήμιο το πτυχίο της ιατρικής σε ηλικία μόλις 21 ετών. Παρέμεινε… … Dictionary of Greek
λοιμώδης αρθρίτιδα — Ασθένεια των αρθρώσεων, η οποία είναι αποτέλεσμα προσβολής από βακτηρίδια, συμπεριλαμβανομένων εκείνων της γονόρροιας, του τύφου και της σαλμονέλας … Dictionary of Greek